Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτικός
πλεονεξίᾱ
πλεόνως
πλέος
πλεύμων
πλεῦν
πλευρᾱ́
πλευρῖτις
πλευρόθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευρώματα
πλευστικός
πλέω
πλέω
πλέων
πλέων
πλέως
πληγείς
View word page
πλευρόθεν
πλευρόθενadvsee underπλευρόν

ShortDef

from the side

Debugging

Headword:
πλευρόθεν
Headword (normalized):
πλευρόθεν
Headword (normalized/stripped):
πλευροθεν
IDX:
32911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32912
Key:
πλευρόθεν

Data

{'headword_display': '<b>πλευρόθεν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πλευρόθεν</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>πλευρόν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλευρόθεν'}