Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεονασμός
πλεοναχῇ
πλεοναχῶς
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτικός
πλεονεξίᾱ
πλεόνως
πλέος
πλεύμων
πλεῦν
πλευρᾱ́
πλευρῖτις
πλευρόθεν
View word page
πλεονέκτημα
πλεονέκτημαατοςn sts. pejor.advantage, gainPl. X. D. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

an advantage, gain, privilege

Debugging

Headword:
πλεονέκτημα
Headword (normalized):
πλεονέκτημα
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτημα
IDX:
32901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32902
Key:
πλεονέκτημα

Data

{'headword_display': '<b>πλεονέκτημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλεονέκτημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>sts. pejor.</Indic><Tr>advantage, gain</Tr><Au>Pl. X. D. Arist. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλεονέκτημα'}