Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεονασμός
πλεοναχῇ
πλεοναχῶς
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτικός
πλεονεξίᾱ
πλεόνως
πλέος
πλεύμων
πλεῦν
πλευρᾱ́
View word page
πλεοναχῶς
πλεοναχῶςadvin various wayssensesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεοναχῶς
Headword (normalized):
πλεοναχῶς
Headword (normalized/stripped):
πλεοναχως
IDX:
32899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32900
Key:
πλεοναχῶς

Data

{'headword_display': '<b>πλεοναχῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>πλεοναχῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>in various ways<or/>senses</Tr><Au>Arist.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'πλεοναχῶς'}