Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεονασμός
πλεοναχῇ
πλεοναχῶς
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτικός
πλεονεξίᾱ
πλεόνως
πλέος
πλεύμων
View word page
πλεονασμός
πλεονασμόςοῦmπλεονάζω repeatedexcessive treatmentof a topic, by a writerPlb.

ShortDef

superabundance, excess

Debugging

Headword:
πλεονασμός
Headword (normalized):
πλεονασμός
Headword (normalized/stripped):
πλεονασμος
IDX:
32897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32898
Key:
πλεονασμός

Data

{'headword_display': '<b>πλεονασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλεονασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλεονάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>repeated<or/>excessive treatment<Expl>of a topic, by a writer</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλεονασμός'}