Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλειστηρίζομαι
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείω
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεονασμός
πλεοναχῇ
πλεοναχῶς
View word page
πλεκτικός
πλεκτικόςή όνadjof the artof plaitingPl.of wickerworkPl.of the art of weavingconcerned with intertwiningw.gen.of warp and weftPl.

ShortDef

of plaiting

Debugging

Headword:
πλεκτικός
Headword (normalized):
πλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτικος
IDX:
32889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32890
Key:
πλεκτικός

Data

{'headword_display': '<b>πλεκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλεκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of plaiting</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Tr>of wickerwork</Tr><Au>Pl.</Au></aS2><aS2><Indic>of the art of weaving</Indic><Tr>concerned with intertwining<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of warp and weft</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πλεκτικός'}