Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλειστάκις
πλείσταρχος
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείω
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
πλεονάκις
View word page
πλεκτανάομαι
πλεκτανάομαιpass.contr.vbπλεκτάνη of Erinyesbe wreathedw.dat.w. serpentsA.

ShortDef

to be intertwined

Debugging

Headword:
πλεκτανάομαι
Headword (normalized):
πλεκτανάομαι
Headword (normalized/stripped):
πλεκταναομαι
IDX:
32886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32887
Key:
πλεκτανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>πλεκτανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλεκτανάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>πλεκτάνη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>be wreathed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. serpents<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'πλεκτανάομαι'}