Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεῖος
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείω
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκω
πλέξις
πλέον
πλέον
πλεονάζω
View word page
πλέκος
πλέκοςουςnπλέκω wicker basketpouchAr.

ShortDef

wicker-work

Debugging

Headword:
πλέκος
Headword (normalized):
πλέκος
Headword (normalized/stripped):
πλεκος
IDX:
32885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32886
Key:
πλέκος

Data

{'headword_display': '<b>πλέκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλέκος</HL><Infl>ους</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πλέκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wicker basket<or/>pouch</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλέκος'}