Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλεῖν
πλεῖν
πλεῖος
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείω
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
View word page
πλειστό-μβροτος
πλειστό-μβροτοςονdial.adjβροτός of a festivalcrowded with peoplePi.

ShortDef

crowded with people

Debugging

Headword:
πλειστόμβροτος
Headword (normalized):
πλειστόμβροτος
Headword (normalized/stripped):
πλειστομβροτος
IDX:
32880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32881
Key:
πλειστόμβροτος

Data

{'headword_display': '<b>πλειστό-μβροτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλειστό-μβροτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>βροτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a festival</Indic><Tr>crowded with people</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλειστόμβροτος'}