Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλεῖν
πλεῖν
πλεῖος
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλειστήρης
πλειστηρίζομαι
πλειστόμβροτος
πλεῖστος
πλείω
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτή
πλεκτικός
View word page
πλειστηρίζομαι
πλειστηρίζομαιmid.vb countw.acc.someoneas most importantw.predic.sb.as an inducementto sthg.A.

ShortDef

to count as principal author

Debugging

Headword:
πλειστηρίζομαι
Headword (normalized):
πλειστηρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πλειστηριζομαι
IDX:
32879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32880
Key:
πλειστηρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>πλειστηρίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλειστηρίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>count<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>as most important</Tr><Obj><GLbl>w.predic.sb.</GLbl>as an inducement<Expl>to sthg.</Expl><Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'πλειστηρίζομαι'}