Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλᾶτις
πλατόομαι
πλᾱτός
πλάτος
πλάττομαι
πλάττω
πλατυγίζω
πλατῡ́νω
πλατύρρους
πλατύς
πλατύτης
Πλάτων
πλέᾱ
πλέγμα
πλέες
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθρον
Πλειάδες
πλεῖν
πλεῖν
View word page
πλατύτης
πλατύτηςητοςf broadness of bodybulkof a boarX.

ShortDef

breadth, bulk

Debugging

Headword:
πλατύτης
Headword (normalized):
πλατύτης
Headword (normalized/stripped):
πλατυτης
IDX:
32864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32865
Key:
πλατύτης

Data

{'headword_display': '<b>πλατύτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλατύτης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>broadness of body</Def><Tr>bulk<Expl>of a boar</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλατύτης'}