Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
Πλάτηα
πλᾱτίον
πλᾶτις
πλατόομαι
πλᾱτός
πλάτος
πλάττομαι
πλάττω
πλατυγίζω
πλατῡ́νω
πλατύρρους
πλατύς
πλατύτης
Πλάτων
πλέᾱ
πλέγμα
πλέες
View word page
πλάττομαι
πλάττομαι
pres.mid.pass.
see
πλάζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλάττομαι
Headword (normalized):
πλάττομαι
Headword (normalized/stripped):
πλαττομαι
IDX:
32858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32859
Key:
πλάττομαι
Data
{'headword_display': '<b>πλάττομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>πλάττομαι<LblR>pres.mid.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πλάζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλάττομαι'}