Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πλάταια
πλαταμών
πλατάνιστος
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
Πλάτηα
πλᾱτίον
πλᾶτις
πλατόομαι
πλᾱτός
πλάτος
πλάττομαι
πλάττω
πλατυγίζω
πλατῡ́νω
πλατύρρους
πλατύς
πλατύτης
Πλάτων
View word page
πλατόομαι
πλατόομαιpass.contr.vbπλάτη of oar-shaftsbe fitted with bladesAr.

ShortDef

to be made flat

Debugging

Headword:
πλατόομαι
Headword (normalized):
πλατόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλατοομαι
IDX:
32855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32856
Key:
πλατόομαι

Data

{'headword_display': '<b>πλατόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλατόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>πλάτη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of oar-shafts</Indic><Tr>be fitted with blades</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλατόομαι'}