Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλαταγώνιον
Πλάταια
πλαταμών
πλατάνιστος
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
Πλάτηα
πλᾱτίον
πλᾶτις
πλατόομαι
πλᾱτός
πλάτος
πλάττομαι
πλάττω
πλατυγίζω
πλατῡ́νω
πλατύρρους
πλατύς
πλατύτης
View word page
πλᾶτις
πλᾶτιςιδοςfreltd.πελάτης consort, wifeAr.

ShortDef

a wife

Debugging

Headword:
πλᾶτις
Headword (normalized):
πλᾶτις
Headword (normalized/stripped):
πλατις
IDX:
32854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32855
Key:
πλᾶτις

Data

{'headword_display': '<b>πλᾶτις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλᾶτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>πελάτης</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>consort, wife</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλᾶτις'}