Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλάτᾱ
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
πλαταμών
πλατάνιστος
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
Πλάτηα
πλᾱτίον
πλᾶτις
πλατόομαι
πλᾱτός
View word page
πλαταμών
πλαταμώνῶνοςmπλατύς broad flat object or areaslabof stone or rockhHom. AR. Plb.

ShortDef

a flat stone

Debugging

Headword:
πλαταμών
Headword (normalized):
πλαταμών
Headword (normalized/stripped):
πλαταμων
IDX:
32846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32847
Key:
πλαταμών

Data

{'headword_display': '<b>πλαταμών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλαταμών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλατύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>broad flat object or area</Def><nS2><Tr>slab<Expl>of stone or rock</Expl></Tr><Au>hHom. AR. Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πλαταμών'}