Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλασματίᾱς
πλασματώδης
πλάσσω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλάτᾱ
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
πλαταμών
πλατάνιστος
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
Πλάτηα
πλᾱτίον
View word page
πλατάγημα
πλατάγημαατοςn smackof a leaf or sim., slapped against the arm, in a game of divinationTheoc.

ShortDef

a clapping

Debugging

Headword:
πλατάγημα
Headword (normalized):
πλατάγημα
Headword (normalized/stripped):
πλαταγημα
IDX:
32843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32844
Key:
πλατάγημα

Data

{'headword_display': '<b>πλατάγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλατάγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>smack<Expl>of a leaf or sim., slapped against the arm, in a game of divination</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'πλατάγημα'}