Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλάσις
πλάσμα
πλασματίᾱς
πλασματώδης
πλάσσω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλάτᾱ
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
Πλάταια
πλαταμών
πλατάνιστος
πλάτανος
πλατειάσδω
πλατεῖον
πλάτη
View word page
πλαταγέω
πλαταγέωcontr.vb make a noise by strikingclap one's handsTheoc.tr.loudly beatone's breastBion

ShortDef

to clap, clap the hands

Debugging

Headword:
πλαταγέω
Headword (normalized):
πλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
πλαταγεω
IDX:
32841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32842
Key:
πλαταγέω

Data

{'headword_display': '<b>πλαταγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πλαταγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>make a noise by striking</Def><vS2><Tr>clap one's hands</Tr><Au>Theoc.</Au></vS2><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>loudly beat</Tr><Obj>one's breast<Au>Bion</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'πλαταγέω'}