Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκρότης
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύλαξ
ἀκροφῡ́σιον
ἀκροχάλιξ
ἀκροχειρίζομαι
ἀκρόχολος
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωλένια
ἀκρωμίᾱ
ἀκρωνίᾱ
ἀκρωνυχίᾱ
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκτᾱ́
ἀκταίνω
View word page
ἀ-κρύσταλλος
ἀ-κρύσταλλοςονadjof a countryfree from iceHdt.

ShortDef

free from ice

Debugging

Headword:
ἀκρύσταλλος
Headword (normalized):
ἀκρύσταλλος
Headword (normalized/stripped):
ακρυσταλλος
IDX:
3283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3284
Key:
ἀκρύσταλλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κρύσταλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κρύσταλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a country</Indic><Tr>free from ice</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκρύσταλλος'}