Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλάνος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλᾶξα
πλᾱ́σιον
πλάσις
πλάσμα
πλασματίᾱς
πλασματώδης
πλάσσω
πλάστης
πλάστιγξ
πλαστικός
πλαστός
πλάτᾱ
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγώνιον
View word page
πλασματώδης
πλασματώδηςεςadjof a theoryartificial, fancifulArist.of a narrativefictionalPlu.

ShortDef

fictitious

Debugging

Headword:
πλασματώδης
Headword (normalized):
πλασματώδης
Headword (normalized/stripped):
πλασματωδης
IDX:
32834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32835
Key:
πλασματώδης

Data

{'headword_display': '<b>πλασματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλασματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a theory</Indic><Tr>artificial, fanciful</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of a narrative</Indic><Tr>fictional</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πλασματώδης'}