Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλάνησις
πλανήτης
πλανητός
πλᾱνόδιος
πλάνος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλᾶξα
πλᾱ́σιον
πλάσις
πλάσμα
πλασματίᾱς
πλασματώδης
πλάσσω
πλάστης
πλάστιγξ
View word page
πλανύττω
πλανύττωAtt.vb wander about Ar.

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
πλανύττω
Headword (normalized):
πλανύττω
Headword (normalized/stripped):
πλανυττω
IDX:
32827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32828
Key:
πλανύττω

Data

{'headword_display': '<b>πλανύττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλανύττω</HL><PS>Att.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wander about</Tr> <Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλανύττω'}