Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλάνησις
πλανήτης
πλανητός
πλᾱνόδιος
πλάνος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
πλᾶξα
πλᾱ́σιον
πλάσις
πλάσμα
πλασματίᾱς
πλασματώδης
πλάσσω
πλάστης
View word page
πλανο-στιβής
πλανο-στιβήςέςadjστείβω of landtrodden in one's wanderingsA.

ShortDef

trodden by wanderers

Debugging

Headword:
πλανοστιβής
Headword (normalized):
πλανοστιβής
Headword (normalized/stripped):
πλανοστιβης
IDX:
32826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32827
Key:
πλανοστιβής

Data

{'headword_display': '<b>πλανο-στιβής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πλανο-στιβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στείβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>trodden in one's wanderings</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'πλανοστιβής'}