Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλᾱ́θη
πλᾱ́θω
πλαίσιον
πλακερός
πλακοῦς
πλακτός
πλᾶκτρον
πλανᾱ́τᾱς
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλάνησις
πλανήτης
πλανητός
πλᾱνόδιος
πλάνος
πλάνος
πλανοστιβής
πλανύττω
πλάξ
View word page
πλάνημα
πλάνημαατοςn wanderingA. fig.restlessness, waveringw.gen.of feelingsS.

ShortDef

a wandering

Debugging

Headword:
πλάνημα
Headword (normalized):
πλάνημα
Headword (normalized/stripped):
πλανημα
IDX:
32818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32819
Key:
πλάνημα

Data

{'headword_display': '<b>πλάνημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλάνημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>wandering</Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>restlessness, wavering<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of feelings</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλάνημα'}