Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλαγκτύς
πλαδαρός
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάζω
πλαθανῑ́τᾱς
πλάθανον
πλᾱ́θη
πλᾱ́θω
πλαίσιον
πλακερός
πλακοῦς
πλακτός
πλᾶκτρον
πλανᾱ́τᾱς
πλανάω
πλάνη
πλάνημα
πλάνης
πλάνησις
πλανήτης
View word page
πλακερός
πλακερόςᾱ́ όνadjπλάξof a beltbroadTheoc.v.l. πλοκερός woven, plaited

ShortDef

broad

Debugging

Headword:
πλακερός
Headword (normalized):
πλακερός
Headword (normalized/stripped):
πλακερος
IDX:
32811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32812
Key:
πλακερός

Data

{'headword_display': '<b>πλακερός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλακερός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλάξ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a belt</Indic><Tr>broad</Tr><Au>Theoc.<LblR>v.l. <Gr>πλοκερός</Gr> <ital>woven, plaited</ital></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πλακερός'}