Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκρότης
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύλαξ
ἀκροφῡ́σιον
ἀκροχάλιξ
ἀκροχειρίζομαι
ἀκρόχολος
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωλένια
ἀκρωμίᾱ
ἀκρωνίᾱ
ἀκρωνυχίᾱ
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
View word page
ἀκρόχολος
ἀκρόχολοςadjseeἀκρᾱ́χολος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρόχολος
Headword (normalized):
ἀκρόχολος
Headword (normalized/stripped):
ακροχολος
IDX:
3280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3281
Key:
ἀκρόχολος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρόχολος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀκρόχολος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀκρᾱ́χολος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀκρόχολος'}