Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλαδαρός
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάζω
πλαθανῑ́τᾱς
πλάθανον
πλᾱ́θη
πλᾱ́θω
πλαίσιον
πλακερός
πλακοῦς
πλακτός
πλᾶκτρον
View word page
πλαδδιάω
πλαδδιάωLacon.contr.vbperh.reltd.πλάζωinf.
πλαδδιῆν
imperatv.
πλαδδίη
be crazy, talk nonsense Ar.

ShortDef

talk nonsense

Debugging

Headword:
πλαδδιάω
Headword (normalized):
πλαδδιάω
Headword (normalized/stripped):
πλαδδιαω
IDX:
32804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32805
Key:
πλαδδιάω

Data

{'headword_display': '<b>πλαδδιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλαδδιάω</HL><PS>Lacon.contr.vb</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>πλάζω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>inf.</Lbl><Form>πλαδδιῆν</Form><Lbl>imperatv.</Lbl><Form>πλαδδίη</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>be crazy, talk nonsense</Tr> <Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλαδδιάω'}