Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλαγγών
πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλαδαρός
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάζω
πλαθανῑ́τᾱς
πλάθανον
πλᾱ́θη
πλᾱ́θω
πλαίσιον
πλακερός
πλακοῦς
πλακτός
View word page
πλαδάω
πλαδάωcontr.vbfem.ptcpl.w.diect.
πλαδόωσα
of soil be moistAR.

ShortDef

to be flaccid

Debugging

Headword:
πλαδάω
Headword (normalized):
πλαδάω
Headword (normalized/stripped):
πλαδαω
IDX:
32803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32804
Key:
πλαδάω

Data

{'headword_display': '<b>πλαδάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πλαδάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fem.ptcpl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>πλαδόωσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of soil</Indic> <Tr>be moist</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πλαδάω'}