Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πλᾱγᾱ́
πλαγγών
πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλαδαρός
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάζω
πλαθανῑ́τᾱς
πλάθανον
πλᾱ́θη
πλᾱ́θω
πλαίσιον
πλακερός
πλακοῦς
View word page
πλαδαρός
πλαδαρόςή όνIon.adjof the heads of emerging earth-born menperh.soft, weakAR.

ShortDef

wet, damp

Debugging

Headword:
πλαδαρός
Headword (normalized):
πλαδαρός
Headword (normalized/stripped):
πλαδαρος
IDX:
32802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32803
Key:
πλαδαρός

Data

{'headword_display': '<b>πλαδαρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πλαδαρός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>Ion.adj</PS></HG><aS1><Indic>of the heads of emerging earth-born men</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>soft, weak</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πλαδαρός'}