Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πίτῡρα
πίτυρις
πίτυς
πιτυώδης
πιφαύσκω
πῑ́ων
πλᾱγᾱ́
πλαγγών
πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλαδαρός
πλαδάω
View word page
πλαγγών
πλαγγώνόνοςm wax dollCall.

ShortDef

wax-puppet, doll

Debugging

Headword:
πλαγγών
Headword (normalized):
πλαγγών
Headword (normalized/stripped):
πλαγγων
IDX:
32793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32794
Key:
πλαγγών

Data

{'headword_display': '<b>πλαγγών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πλαγγών</HL><Infl>όνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>wax doll</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πλαγγών'}