Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιττάκιον
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πίτῡρα
πίτυρις
πίτυς
πιτυώδης
πιφαύσκω
πῑ́ων
πλᾱγᾱ́
πλαγγών
πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλαδαρός
View word page
πλᾱγᾱ́
πλᾱγᾱ́dial.fseeπληγή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλᾱγᾱ́
Headword (normalized):
πλᾱγᾱ́
Headword (normalized/stripped):
πλαγα
IDX:
32792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32793
Key:
πλᾱγᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>πλᾱγᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πλᾱγᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>πληγή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πλᾱγᾱ́'}