Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίτνημι
πίτνω
πίττα
πιττάκιον
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πίτῡρα
πίτυρις
πίτυς
πιτυώδης
πιφαύσκω
πῑ́ων
πλᾱγᾱ́
πλαγγών
πλᾱγείς
πλαγιάζω
πλαγίαυλος
πλάγιος
πλαγιόω
πλαγκτός
View word page
πιτυώδης
πιτυώδηςεςadj of a regionabounding in pinesB.

ShortDef

abounding in pines

Debugging

Headword:
πιτυώδης
Headword (normalized):
πιτυώδης
Headword (normalized/stripped):
πιτυωδης
IDX:
32789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32790
Key:
πιτυώδης

Data

{'headword_display': '<b>πιτυώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πιτυώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>abounding in pines</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πιτυώδης'}