Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίστωσις
πῑ́συγγος
πίσυνος
πίσυρες
πῑ́σω
Πιτάνη
πίτνημι
πίτνω
πίττα
πιττάκιον
πιτυλεύω
πίτυλος
πιτυοκάμπτης
πίτῡρα
πίτυρις
πίτυς
πιτυώδης
πιφαύσκω
πῑ́ων
πλᾱγᾱ́
πλαγγών
View word page
πιτυλεύω
πιτυλεύωvbπίτυλος prob. ply the oar, rowAr.

ShortDef

to ply the plashing oar

Debugging

Headword:
πιτυλεύω
Headword (normalized):
πιτυλεύω
Headword (normalized/stripped):
πιτυλευω
IDX:
32783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32784
Key:
πιτυλεύω

Data

{'headword_display': '<b>πιτυλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πιτυλεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πίτυλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Qualif>prob.</Qualif> <Tr>ply the oar, row</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πιτυλεύω'}