Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίσινος
πίσσα
πισσήρης
πίσσυγγος
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πίστις
πιστός
πῑστός
πιστότης
πιστόω
πῑ́στρᾱ
πιστώματα
πίστωσις
πῑ́συγγος
πίσυνος
πίσυρες
πῑ́σω
Πιτάνη
πίτνημι
View word page
πιστότης
πιστότηςητοςfπιστός trustworthiness, faithfulness, loyaltyHdt. Pl. X. trustfulness, beliefAnd.

ShortDef

good faith, honesty

Debugging

Headword:
πιστότης
Headword (normalized):
πιστότης
Headword (normalized/stripped):
πιστοτης
IDX:
32769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32770
Key:
πιστότης

Data

{'headword_display': '<b>πιστότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πιστότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πιστός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>trustworthiness, faithfulness, loyalty</Tr><Au>Hdt. Pl. X.</Au></nS1> <nS1><Tr>trustfulness, belief</Tr><Au>And.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πιστότης'}