Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίρωμις
Πῖσα
πῑ́σεα
πῑσῆες
πίσινος
πίσσα
πισσήρης
πίσσυγγος
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πίστις
πιστός
πῑστός
πιστότης
πιστόω
πῑ́στρᾱ
πιστώματα
πίστωσις
πῑ́συγγος
πίσυνος
View word page
πιστικός
πιστικόςή όνadjperh.reltd.πιστόςof a balm made fr. nardperh.genuine, pureNT.

ShortDef

liquid
faithful

Debugging

Headword:
πιστικός
Headword (normalized):
πιστικός
Headword (normalized/stripped):
πιστικος
IDX:
32765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32766
Key:
πιστικός

Data

{'headword_display': '<b>πιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>πιστός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a balm made fr. nard</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>genuine, pure</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πιστικός'}