Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιππίζω
πιπρᾱ́σκω
πίπτω
πίρωμις
Πῖσα
πῑ́σεα
πῑσῆες
πίσινος
πίσσα
πισσήρης
πίσσυγγος
πιστευτικός
πιστεύω
πιστικός
πίστις
πιστός
πῑστός
πιστότης
πιστόω
πῑ́στρᾱ
πιστώματα
View word page
πίσσυγγος
πίσσυγγοςorπῑ́συγγοςουm cobbler, shoemakerSapph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίσσυγγος
Headword (normalized):
πίσσυγγος
Headword (normalized/stripped):
πισσυγγος
IDX:
32762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32763
Key:
πίσσυγγος

Data

{'headword_display': '<b>πίσσυγγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πίσσυγγος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>πῑ́συγγος</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>cobbler, shoemaker</Tr><Au>Sapph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πίσσυγγος'}