Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πίνδαρος
Πίνδος
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῑνοτήρης
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πῑ́νω
πινώδης
πῑ́ομαι
πῖος
πιπάλλω
πιπίσκω
πιππίζω
πιπρᾱ́σκω
πίπτω
πίρωμις
Πῖσα
πῑ́σεα
View word page
πινώδης
πινώδηςεςadjπίνος of a head of hairdirty, filthyE.

ShortDef

dirty, foul

Debugging

Headword:
πινώδης
Headword (normalized):
πινώδης
Headword (normalized/stripped):
πινωδης
IDX:
32747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32748
Key:
πινώδης

Data

{'headword_display': '<b>πινώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πινώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πίνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a head of hair</Indic><Tr>dirty, filthy</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πινώδης'}