Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πίνδαρος
Πίνδος
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῑνοτήρης
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πῑ́νω
πινώδης
πῑ́ομαι
πῖος
πιπάλλω
πιπίσκω
πιππίζω
πιπρᾱ́σκω
πίπτω
View word page
πινυτή
πινυτήῆςf wisdom, understanding, good senseHom.

ShortDef

understanding, wisdom

Debugging

Headword:
πινυτή
Headword (normalized):
πινυτή
Headword (normalized/stripped):
πινυτη
IDX:
32744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32745
Key:
πινυτή

Data

{'headword_display': '<b>πινυτή</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πινυτή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <aS1><Tr>wisdom, understanding, good sense</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πινυτή'}