Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πινακηδόν
πινακίδιον
πινάκιον
πινακίς
πινακίσκος
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πίνδαρος
Πίνδος
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῑνοτήρης
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πῑ́νω
πινώδης
πῑ́ομαι
πῖος
View word page
πινόεις
πινόειςεσσα ενadjπίνοςof a person's skindirty, filthyAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πινόεις
Headword (normalized):
πινόεις
Headword (normalized/stripped):
πινοεις
IDX:
32739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32740
Key:
πινόεις

Data

{'headword_display': '<b>πινόεις</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πινόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πίνος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person's skin</Indic><Tr>dirty, filthy</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'πινόεις'}