Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιμπλάω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινακίδιον
πινάκιον
πινακίς
πινακίσκος
πινακοπώλης
πίναξ
πιναρός
Πίνδαρος
Πίνδος
πινόεις
πινόομαι
πίνος
πῑνοτήρης
πινύσκω
πινυτή
πινυτός
πῑ́νω
View word page
πιναρός
πιναρόςᾱ́ όνadjπίνοςof hairdirty, filthyE.

ShortDef

dirty, squalid

Debugging

Headword:
πιναρός
Headword (normalized):
πιναρός
Headword (normalized/stripped):
πιναρος
IDX:
32736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32737
Key:
πιναρός

Data

{'headword_display': '<b>πιναρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πιναρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πίνος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of hair</Indic><Tr>dirty, filthy</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πιναρός'}