Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
πῑλίον
πιλνάω
πῖλος
πῑμελή
πῑμελώδης
πιμπλάνομαι
πιμπλάω
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινακίδιον
πινάκιον
πινακίς
πινακίσκος
πινακοπώλης
View word page
πῑμελώδης
πῑμελώδηςεςadjof a liquidfattyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῑμελώδης
Headword (normalized):
πῑμελώδης
Headword (normalized/stripped):
πιμελωδης
IDX:
32724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32725
Key:
πῑμελώδης

Data

{'headword_display': '<b>πῑμελώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πῑμελώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a liquid</Indic><Tr>fatty</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πῑμελώδης'}