Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
πῑλίον
πιλνάω
πῖλος
πῑμελή
πῑμελώδης
πιμπλάνομαι
πιμπλάω
πίμπλημι
πίμπρημι
View word page
πῑλητός
πῑλητόςή όνadjof thingsmade of felt, feltedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῑλητός
Headword (normalized):
πῑλητός
Headword (normalized/stripped):
πιλητος
IDX:
32718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32719
Key:
πῑλητός

Data

{'headword_display': '<b>πῑλητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πῑλητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>made of felt, felted</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πῑλητός'}