Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πικρίᾱ
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
πῑλίον
πιλνάω
πῖλος
πῑμελή
πῑμελώδης
πιμπλάνομαι
πιμπλάω
πίμπλημι
View word page
πῑλητικός
πῑλητικόςή όνadjof the artof feltingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῑλητικός
Headword (normalized):
πῑλητικός
Headword (normalized/stripped):
πιλητικος
IDX:
32717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32718
Key:
πῑλητικός

Data

{'headword_display': '<b>πῑλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πῑλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of felting</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πῑλητικός'}