Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίθων
πικραίνομαι
πικρίᾱ
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
πῑλίον
πιλνάω
πῖλος
πῑμελή
πῑμελώδης
πιμπλάνομαι
View word page
πῑ́λημα
πῑ́λημαατοςn felt hatcapCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῑ́λημα
Headword (normalized):
πῑ́λημα
Headword (normalized/stripped):
πιλημα
IDX:
32715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32716
Key:
πῑ́λημα

Data

{'headword_display': '<b>πῑ́λημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πῑ́λημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>felt hat<or/>cap</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πῑ́λημα'}