Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιθοιγίς
πιθοίμην
πίθος
πιθών
πιθών
πίθων
πικραίνομαι
πικρίᾱ
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
πῑλίον
View word page
πικρό-καρπος
πικρό-καρποςονadjκαρπός1 of homicidebearing a bitter fruiti.e. w. bitter consequencesA.

ShortDef

bearing bitter fruit

Debugging

Headword:
πικρόκαρπος
Headword (normalized):
πικρόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πικροκαρπος
IDX:
32710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32711
Key:
πικρόκαρπος

Data

{'headword_display': '<b>πικρό-καρπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πικρό-καρπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of homicide</Indic><Tr>bearing a bitter fruit<Expl>i.e. w. bitter consequences</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πικρόκαρπος'}