Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῖθι
πιθοιγίς
πιθοίμην
πίθος
πιθών
πιθών
πίθων
πικραίνομαι
πικρίᾱ
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
πῑλητικός
πῑλητός
πῑλίδιον
View word page
πικρό-γλωσσος
πικρό-γλωσσοςονadjγλῶσσα of cursesfrom a bitter tongueA.

ShortDef

of sharp

Debugging

Headword:
πικρόγλωσσος
Headword (normalized):
πικρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πικρογλωσσος
IDX:
32709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32710
Key:
πικρόγλωσσος

Data

{'headword_display': '<b>πικρό-γλωσσος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πικρό-γλωσσος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλῶσσα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of curses</Indic><Tr>from a bitter tongue</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πικρόγλωσσος'}