Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πίθην
πῖθι
πιθοιγίς
πιθοίμην
πίθος
πιθών
πιθών
πίθων
πικραίνομαι
πικρίᾱ
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικτίς
πῑλέω
πῑ́λημα
πῑ́λησις
View word page
πικραίνομαι
πικραίνομαιmid.pass.vbπικρός be embitteredexasperated, lose one's temperPl. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πικραίνομαι
Headword (normalized):
πικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
πικραινομαι
IDX:
32706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32707
Key:
πικραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>πικραίνομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>πικραίνομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS><Ety><Ref>πικρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be embittered<or/>exasperated, lose one's temper</Tr><Au>Pl. Theoc.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'πικραίνομαι'}