Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιθανολογέω
πιθανολογίᾱ
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργικός
πιθανόω
πιθεῖν
πιθηκίζω
πιθηκισμοί
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πίθην
πῖθι
πιθοιγίς
πιθοίμην
πίθος
πιθών
πιθών
πίθων
πικραίνομαι
πικρίᾱ
View word page
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφαγέωcontr.vbφαγεῖν of a peopleeat apesHdt.

ShortDef

to eat ape's flesh

Debugging

Headword:
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized):
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
πιθηκοφαγεω
IDX:
32697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32698
Key:
πιθηκοφαγέω

Data

{'headword_display': '<b>πιθηκοφαγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πιθηκοφαγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a people</Indic><Tr>eat apes</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πιθηκοφαγέω'}