Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πιθάκνη
πίθᾱκος
πιθανολογέω
πιθανολογίᾱ
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργικός
πιθανόω
πιθεῖν
πιθηκίζω
πιθηκισμοί
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πίθην
πῖθι
πιθοιγίς
πιθοίμην
πίθος
πιθών
πιθών
πίθων
View word page
πιθηκισμοί
πιθηκισμοίῶνm.pl monkey tricks, dirty tricksAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιθηκισμοί
Headword (normalized):
πιθηκισμοί
Headword (normalized/stripped):
πιθηκισμοι
IDX:
32695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32696
Key:
πιθηκισμοί

Data

{'headword_display': '<b>πιθηκισμοί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πιθηκισμοί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Tr>monkey tricks, dirty tricks</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πιθηκισμοί'}