Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῑ́ειρα
πιέμεν
Πῑερίᾱ
πίῃσθα
πιθάκνη
πίθᾱκος
πιθανολογέω
πιθανολογίᾱ
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργικός
πιθανόω
πιθεῖν
πιθηκίζω
πιθηκισμοί
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πίθην
πῖθι
πιθοιγίς
πιθοίμην
View word page
πιθανουργικός
πιθανουργικόςή όνadjἔργονof the artof effecting persuasionPl.

ShortDef

having the faculty of persuasion

Debugging

Headword:
πιθανουργικός
Headword (normalized):
πιθανουργικός
Headword (normalized/stripped):
πιθανουργικος
IDX:
32691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32692
Key:
πιθανουργικός

Data

{'headword_display': '<b>πιθανουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πιθανουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of effecting persuasion</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πιθανουργικός'}