Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῑδῡ́ω
πιέ
πιέζω
πιεῖν
πῑ́ειρα
πιέμεν
Πῑερίᾱ
πίῃσθα
πιθάκνη
πίθᾱκος
πιθανολογέω
πιθανολογίᾱ
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργικός
πιθανόω
πιθεῖν
πιθηκίζω
πιθηκισμοί
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
View word page
πιθανολογέω
πιθανολογέωcontr.vbπιθανόςλόγος of a mathematicianargue from plausibilityopp. offer proofArist.

ShortDef

to use probable arguments

Debugging

Headword:
πιθανολογέω
Headword (normalized):
πιθανολογέω
Headword (normalized/stripped):
πιθανολογεω
IDX:
32687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32688
Key:
πιθανολογέω

Data

{'headword_display': '<b>πιθανολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πιθανολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πιθανός</Ref><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a mathematician</Indic><Tr>argue from plausibility<Expl>opp. offer proof</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πιθανολογέω'}