Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκροκόμος
ἀκροκώλια
ἀκρολοφίᾱ
ἀκρόλοφος
ἀκρομανής
ἄκρον
ἀκρόνυχος
ἀκρόπηλος
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπτολις
ἄκρος
ἀκρόσοφος
ἀκροστόλιον
ἀκροσφαλής
ἀκροτελεύτιον
ἀκρότης
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύλαξ
View word page
ἀκρο-πόρος
ἀκρο-πόροςονadjπείρω of spitspiercing at the tipsharp-pointedOd.

ShortDef

piercing with the point

Debugging

Headword:
ἀκροπόρος
Headword (normalized):
ἀκροπόρος
Headword (normalized/stripped):
ακροπορος
IDX:
3266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3267
Key:
ἀκροπόρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρο-πόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀκρο-πόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of spits</Indic><Def>piercing at the tip</Def><Tr>sharp-pointed</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκροπόρος'}