Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πηλώδης
πῆμα
πημαίνω
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπη
πηνέλοψ
πήνη
πηνίκα
πηνίον
πηνίσματα
πῆξα
πῆξις
πήξω
πηός
πηοσύνη
πήποκα
πήρᾱ
πῆρα
πηρήτω
πηρίδιον
View word page
πηνίσματα
πηνίσματατωνn.plreltd.πᾱνίσδομαι spool-threads, weft-threadsAr.mock-trag.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πηνίσματα
Headword (normalized):
πηνίσματα
Headword (normalized/stripped):
πηνισματα
IDX:
32646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32647
Key:
πηνίσματα

Data

{'headword_display': '<b>πηνίσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πηνίσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety>reltd.<Ref>πᾱνίσδομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>spool-threads, weft-threads</Tr><Au>Ar.<LblR>mock-trag.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'πηνίσματα'}